οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
ὀλιγοεργής, -ές (Α)(για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -εργής (< ἔργον), πρβλ. πολυ-εργής].