ολόδροσος
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
-η, -ο
πολύ δροσερός, γεμάτος δροσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + δρόσος (πρβλ. πολύ-δροσος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Π. Ραφτόπουλο].