ολοκέφαλοι

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

οι
(ζωολ.-παλαιοντ.) ομοταξία χονδροϊχθύων που χαρακτηρίζονται από το ότι οι βραγχιακές σχισμές τους καλύπτονται από δερματική πτυχή και τα δόντια τους είναι συγχωνευμένα σε οδοντικές πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. holocephali < holo- (< ολο-) + -cephali (< -κέφαλος < κεφαλή)].