ολοκέφαλοι
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Greek Monolingual
οι
(ζωολ.-παλαιοντ.) ομοταξία χονδροϊχθύων που χαρακτηρίζονται από το ότι οι βραγχιακές σχισμές τους καλύπτονται από δερματική πτυχή και τα δόντια τους είναι συγχωνευμένα σε οδοντικές πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. holocephali < holo- (< ολο-) + -cephali (< -κέφαλος < κεφαλή)].