ολονύχτιος
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
και ολονύκτιος -α, -ο (ΑΜ ὁλονύκτιος, -ον)
αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ὁλονυκτιον
ολονυχτίς.
επίρρ...
ολονυχτίως και ολονυκτίως
καθ' όλη τη νύχτα, ολονυχτίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ὁλο-νύκτιος < ὁλ(ο)- + -νύκτιος (< νύξ, νυκτός), πρβλ. μεσο-νύκτιος.