ολιγότροφος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και ολιγοτροφικός, -ή, -ό (Α ολιγότροφος, -ον)
αυτός που τρώει λίγο
νεοελλ.
1. βοτ.-οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχεία
β) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον
2. το αρσ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].