ολιγότροφος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο και ολιγοτροφικός, -ή, -ό (Α ολιγότροφος, -ον)
αυτός που τρώει λίγο
νεοελλ.
1. βοτ.-οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχεία
β) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον
2. το αρσ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].