ολόγερος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε απολύτως καλή κατάσταση, αυτός που δεν υπέστη βλάβη ή φθορά, ακέραιος
2. (για πρόσ.) τελείως υγιής.
επίρρ...
ολόγερα
σε απολύτως καλή κατάσταση.