ομόγαμος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόγαμος -ον)
νεοελλ.
βοτ. αυτός που παρουσιάζει ομογαμία
αρχ.
1. αυτός που νυμφεύθηκε την ίδια γυναίκα την οποία είχε νυμφευθεί άλλος προηγουμένως
2. (το αρσ.) καθένας από τους άνδρες τών οποίων οι γυναίκες είναι αδελφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + γάμος (πρβλ. κακό-γαμος, μονό-γαμος). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homogamous].