ομόγαμος

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόγαμος -ον)
νεοελλ.
βοτ. αυτός που παρουσιάζει ομογαμία
αρχ.
1. αυτός που νυμφεύθηκε την ίδια γυναίκα την οποία είχε νυμφευθεί άλλος προηγουμένως
2. (το αρσ.) καθένας από τους άνδρες τών οποίων οι γυναίκες είναι αδελφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + γάμος (πρβλ. κακό-γαμος, μονό-γαμος). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homogamous].