τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
ὁμοιόπυκνος, -ον (Α)αυτός που έχει την ίδια πυκνότητα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + πυκνός.