ὁμοιόπυκνος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ὁμοιόπυκνον, of similar density, τῶν ὁ. καὶ ἴσων χαλκῶν ὁ λεπτότερος [ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ] Ptol.Harm.1.3.
Greek Monolingual
ὁμοιόπυκνος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πυκνότητα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + πυκνός.