ὁμοιοφανής

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοφᾰνής Medium diacritics: ὁμοιοφανής Low diacritics: ομοιοφανής Capitals: ΟΜΟΙΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: homoiophanḗs Transliteration B: homoiophanēs Transliteration C: omoiofanis Beta Code: o(moiofanh/s

English (LSJ)

ές, name of a bandage, Gal.18(1).777.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοφανής: -ές, ὅμοιος ἢ ὁμοίως φαινόμενος, Γαλην. 12, 473Β.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοιοφανής, -ές) νεοελλ. ζωολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοιοφάνεια
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχει όμοια οπτική εντύπωση, που φαίνεται όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].