ὁμόθριξ

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

German (Pape)

[Seite 334] τριχος, mit einerlei Haar; Sophron b. Demetr. Phal. 151; Schol. Il. 2, 765.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Σώφρων παρὰ Δημητρ. Φαληρ. 151· πρβλ. ὄθριξ.

Greek Monolingual

ὁμόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει όμοιες τρίχες με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό-θριξ)].