ὁμόθριξ
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
German (Pape)
[Seite 334] τριχος, mit einerlei Haar; Sophron b. Demetr. Phal. 151; Schol. Il. 2, 765.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Σώφρων παρὰ Δημητρ. Φαληρ. 151· πρβλ. ὄθριξ.
Greek Monolingual
ὁμόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει όμοιες τρίχες με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό-θριξ)].