ομότροφος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμότροφος, -ον)
1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον («Ἄρτεμις ὁμότροφος Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.)
2. αυτός που τρώγει μαζί με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι», Πλάτ.)
αρχ.
φρ. «ὁμότροφα πεδία» — οι πεδιάδες στις οποίες ανατρεφόμαστε μαζί (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. νεό-τροφος].