ονοκίνδιος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
ὀνοκίνδιος και, κατά τον Ησύχ., ὀνοκίνδας, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία του Πεισάνδρου) ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κίνδαξ «ευκίνητος»].