ὀνοκίνδιος

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκίνδιος Medium diacritics: ὀνοκίνδιος Low diacritics: ονοκίνδιος Capitals: ΟΝΟΚΙΝΔΙΟΣ
Transliteration A: onokíndios Transliteration B: onokindios Transliteration C: onokindios Beta Code: o)noki/ndios

English (LSJ)

ὁ, donkey-driver, epithet of Peisander in Eup.182; in Hsch. also -κίνδας. -κλεία (v.l. ὀνό-κλεια), ἡ, = ἄγχουσα, Dsc.4.23.

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, der Eseltreiber (κινέω), Beiname des Pisander, Eupolis bei Schol. Ar. Av. 1555; Phot. erkl. ὀνηλάτης; nach Poll. 7, 185 dorisch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκίνδιος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἢ ἐλαύνων ὄνους, ὀνηλάτης, ἐπίθ. τοῦ Πεισάνδρου παρ’ Εὐπόλ. ἐν «Μαρικᾷ» 6: ― παρ’ Ἡσυχ.: «ὀνοκίνδιος καὶ ὀνοκίνδας· ἀστραβηλάτης, ὀνηλάτης».

Greek Monolingual

ὀνοκίνδιος και, κατά τον Ησύχ., ὀνοκίνδας, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία του Πεισάνδρου) ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κίνδαξ «ευκίνητος»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: donkey-driver
See also: s. κίνδαξ.

Frisk Etymology German

ὀνοκίνδιος: {onokíndios}
Grammar: m.
Meaning: Eselstreiber
See also: s. κίνδαξ.
Page 2,396