Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
ὀνοβατῶ, -έω (Α)
1. ενεργώ ώστε ο ονος να βατεύσει θηλυκό όνο
2. (για όνο) βατεύω θηλυκό όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορει-βατώ].