τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
βατῶ (-έω) (Α)
1. βατεύω
2. (στη διάλεκτο των Δελφών) πατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -βατος, -βάτης < βαίνω (πρβλ. και λ. βατεύω)].