Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ὀνοβατῶ, -έω (Α)
1. ενεργώ ώστε ο ονος να βατεύσει θηλυκό όνο
2. (για όνο) βατεύω θηλυκό όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορειβατώ].