ὀνόγυρος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀνάγυρος, Nic.Th.71, cf. Sch.Nic.Al.55. II ὀνόγυροι· σειροί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 347] ὁ, ἐμπρίων, Nic. Th. 71, ein Stachelgewächs, vielleicht = ἀνάγυρον. – Sprichwörtlich ὀνόγυρον κινεῖν, eine unangenehme Sache in Anregung bringen, Liban.
Greek Monolingual
ὀνόγυρος, ὁ (Α)
1. το φυτό ανάγυρις
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνόγυροι
σειροί».