Full diacritics: ὀνοκόμος | Medium diacritics: ὀνοκόμος | Low diacritics: ονοκόμος | Capitals: ΟΝΟΚΟΜΟΣ |
Transliteration A: onokómos | Transliteration B: onokomos | Transliteration C: onokomos | Beta Code: o)noko/mos |
ὁ,
A one who tends asses, IG22.10B7 (v/iv B. C.).
ὀνοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].