ὀνοματοκλήτωρ
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = ὀνομακλήτωρ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 349] ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Lob. Phryn. 668.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοκλήτωρ: -ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀνοματοκλήτωρ, ὁ (Μ) βλ. ονομακλήτωρ.