οξύφυλλος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
-η, -ο (ΑΜ ὀξύφυλλος, -ον)
αυτός που έχει φύλλα με μυτερά άκρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύφυλλον
το φυτό τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λεπτό-φυλλος].