ὀξύφυλλος
From LSJ
English (LSJ)
ὀξύφυλλον,
A with pointed leaves, θρίδαξ Dsc.4.23.
II ὀξύφυλλον, τό, = τρίφυλλον, Id.3.109, Gal.12.144.
German (Pape)
[Seite 355] spitzblättrig, Diosc., τὸ ὀξύφυλλον, eine besondere Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων ὀξέα, εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύφυλλος, -ον)
αυτός που έχει φύλλα με μυτερά άκρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύφυλλον
το φυτό τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λεπτό-φυλλος].