ὀπώδης
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Full diacritics: ὀπώδης | Medium diacritics: ὀπώδης | Low diacritics: οπώδης | Capitals: ΟΠΩΔΗΣ |
Transliteration A: opṓdēs | Transliteration B: opōdēs | Transliteration C: opodis | Beta Code: o)pw/dhs |
ες,
A v. ὀποειδής.
[Seite 364] ες, = ὀποειδής, Theophr.
ὀπώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ὀποειδής.
-ες (Α ὀπώδης, -ῶδες) οπός
αυτός που έχει άφθονο χυμό
αρχ.
γαλα
κτώδης.