οπωροπράτης
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
ὀπωροπράτης, ὁ (Μ)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανο-πράτης.