θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
ὀπωροπράτης, ὁ (Μ)οπωροπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανοπράτης.