Ὀράτριος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
epith. of Zeus in Crete, GDI5039.11 (ii B. C.), al.
Greek Monolingual
Ὀράτριος, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός στην Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε Fρήτριος].