ὀρεομήκης

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεομήκης Medium diacritics: ὀρεομήκης Low diacritics: ορεομήκης Capitals: ΟΡΕΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: oreomḗkēs Transliteration B: oreomēkēs Transliteration C: oreomikis Beta Code: o)reomh/khs

English (LSJ)

ες,

   A mountain-high, χιόνες Adam.Vent. 40 (ὡρεο- cod.).

Greek Monolingual

ὀρεομήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [II]) + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο-μήκης].