ὀρεομήκης

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεομήκης Medium diacritics: ὀρεομήκης Low diacritics: ορεομήκης Capitals: ΟΡΕΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: oreomḗkēs Transliteration B: oreomēkēs Transliteration C: oreomikis Beta Code: o)reomh/khs

English (LSJ)

ὀρεομήκες, mountain-high, χιόνες Adam.Vent. 40 (ὡρεο- cod.).

Greek Monolingual

ὀρεομήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [II]) + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανομήκης].