Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οργώ

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source

Greek Monolingual

(Α ὀργῶ, -άω) οργή
(για ανθώπους και ζώα) έχω έντονη επιθυμία για συνουσία
νεοελλ.
1. βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης
2. επιδίδομαι με μεγάλο ζήλο σε κάτι («ἐπ' ἔργον ἡ χεὶρ ἂν ὀργὰ κι ἡ ψυχή», Βιζυην.)
αρχ.
1. (για το έδαφος) αρδεύομαι καλά και είμαι έτοιμος για παραγωγή καρπού
2. είμαι έτοιμος
3. κατεργάζομαι.