κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
-ή, -ό (Α ὀρθοπνοϊκός, -ή, -όν) ορθόπνοια1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθόπνοια2. αυτός που πάσχει από ορθόπνοια.