ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.