ορνιθώνας
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
ο (Α ὀρνιθών)
τόπος όπου κοιμούνται οι όρνιθες, το κοτέτσι
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο ζουν και βόσκουν οι όρνιθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ών(ας), πρβλ. αμπελ-ώνας].