Ορτυγία
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Ὀρτυγία και επικ. τ. Ὀρτυγίη, ἡ (Α) [[όρτυξ, -υγος]]
1. ονομασία της νήσου Δήλου, αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδας
2. προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. ονομασία μικρού νησιού μπροστά στην πόλη τών Συρακουσών, το οποίο ονομαζόταν και Νᾱσος
4. ονομασία άλσους κοντά στην Έφεσο.