Ορτυγία

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

Ὀρτυγία και επικ. τ. Ὀρτυγίη, ἡ (Α) [[όρτυξ, -υγος]]
1. ονομασία της νήσου Δήλου, αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδας
2. προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. ονομασία μικρού νησιού μπροστά στην πόλη τών Συρακουσών, το οποίο ονομαζόταν και Νᾱσος
4. ονομασία άλσους κοντά στην Έφεσο.