οσμοσκόπιο
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek Monolingual
(I)
το
οσμόμετρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmoscope < οσμή + -σκόπιο (< -σκόπος), πρβλ. στηθο-σκόπιο].———————— (II)
το
βλ. ωσμοσκόπιο.