οσμόμετρο

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

(I)
το
όργανο με το οποίο καταμετρείται η οξύτητα της οσφρήσεως, οσμοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρο].
(II)
το
βλ. ωσμόμετρο.