οστεάνθρακας

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

ο
χημ. τύπος ενεργού ζωικού άνθρακα που λαμβάνεται με απανθράκωση οστών και χρησιμοποιείται ως μέσο αποχρωματισμού τών υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄνθραξ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεάνθραξ, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].