Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οστεοθλάστης

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

ο
ιατρ.
1. συσκευή με την οποία θραύονται ή μερίζονται τα οστά
2. παλαιότερη ονομασία του οστεοκλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + θλῶ «σπάω»].