οστεοθλάστης

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ.
1. συσκευή με την οποία θραύονται ή μερίζονται τα οστά
2. παλαιότερη ονομασία του οστεοκλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + θλῶ «σπάω»].