οστεοθλάστης

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ.
1. συσκευή με την οποία θραύονται ή μερίζονται τα οστά
2. παλαιότερη ονομασία του οστεοκλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + θλῶ «σπάω»].