ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
-ές
φρ. «οστεολατυποπαγές πέτρωμα» ή απλώς «το οστεολατυποπαγές»
(πετρογρ.) πέτρωμα συνιστάμενο από λατύπες ασβεστολίθου και από θραύσματα οστών και δοντιών σπονδυλοζώων τα οποία είναι συγκολλημένα με ορυκτή συνδετική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λατυποπαγής].