οστεολατυποπαγής

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-ές
φρ. «οστεολατυποπαγές πέτρωμα» ή απλώς «το οστεολατυποπαγές»
(πετρογρ.) πέτρωμα συνιστάμενο από λατύπες ασβεστολίθου και από θραύσματα οστών και δοντιών σπονδυλοζώων τα οποία είναι συγκολλημένα με ορυκτή συνδετική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λατυποπαγής].