ὀστεουλκός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

German (Pape)

[Seite 398] ὁ, eine Zange zum Herausziehen von Knochensplittern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεουλκός: ὁ, λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν θραυσμάτων ὀστοῦ, Ἱππ. (;).

Greek Monolingual

ο (Α ὀστεουλκός)
λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, ξιφ-ουλκός].