Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
ὀστοφόρος, -ον (Μ)
(για φρούτο) αυτός που έχει σκληρό πυρήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φόρος].