Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
[Seite 400] Knochen essend, Sp.
ὀστοφάγος: -ον, ὁ τρώγων ὀστᾶ, Βυζ.
ὀστοφάγος, ὁ (Α)
οστοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αορ. β' του ἐσθίω «τρώω»)].