οσφρητικός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσφρητικός, -ή, -όν) οσφρητός
σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.)
νεοελλ.
(φυσιολ.-ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» — το σύνολο τών ανατομικών στοιχείων τα οποία χρησιμεύουν για την όσφρηση
β. «οσφρητικό νεύρο»).