οσφρητικός
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀσφρητικός, -ή, -όν) οσφρητός
σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.)
νεοελλ.
(φυσιολ.-ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» — το σύνολο τών ανατομικών στοιχείων τα οποία χρησιμεύουν για την όσφρηση
β. «οσφρητικό νεύρο»).