οσφρητικός
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀσφρητικός, -ή, -όν) οσφρητός
σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.)
νεοελλ.
(φυσιολ.-ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» — το σύνολο τών ανατομικών στοιχείων τα οποία χρησιμεύουν για την όσφρηση
β. «οσφρητικό νεύρο»).