οσφραντικός

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀσφραντικός, -ή, -όν) οσφραντός
(ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν
α) η δύναμη, η ικανότητα κάποιου να οσφραίνεται
β) το οσφράδιο.